ορχηστρικός

ορχηστρικός
-ή, -ό
σχετικός με την ορχήστρα («ορχηστρικό κομμάτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορχήστρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Α. Ν. Πετσάλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σποντίνι, Γκασπάρε Λουίτζι Πατσίφικο — (Spontini). Ιταλός συνθέτης (1774 1851). Διάδοχος του Τσιμαρόζα στη θέση του διευθυντή ορχήστρας των Βουρβώνων, που είχαν καταφύγει το 1799 στο Παλέρμο, εγκατάλειψε τη θέση του ένα χρόνο αργότερα και το 1803 πήγε στο Παρίσι, όπου διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”